- ζόρισμα
- το, -ατοςπίεση, καταναγκασμός, δυσκολία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζόρισμα — το [ζορίζω] πίεση, καταναγκασμός, εκβιασμός … Dictionary of Greek
ζόρεμα — το [ζορεύω] ζόρισμα, ζόρι, αναγκασμός, πίεση … Dictionary of Greek
πίεση — η 1. η πράξη του πιέζω, κατάσταση: Πίεση ατμοσφαιρική, υδροστατική, αρτηριακή. 2. μτφ., εξαναγκασμός, ενόχληση, ζόρισμα: Ασκείται πίεση στους μάρτυρες να μην πουν την αλήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)